- κρανιολογία
- ητομέας τής ανθρωπολογίας που έχει ως αντικείμενο τη σύγκριση τών μορφών τού κρανίου διαφόρων ανθρώπινων φυλών, σύγχρονων ή απολιθωμένων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. craniologie < crani(o)- (< μσν. λατ. cranium < κρανίον) + -logie (< αρχ. γαλλ. -logie < λατ. -logia < -λογία < -λόγος < λέγω). Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Κυριάκο Μελίρρυτο].
Dictionary of Greek. 2013.